Της Άντζελας Ζιούτη
Το πτυχίο είναι σαν το λαχείο. Εκδίδονται πολλά, αλλά δεν κερδίζουν όλα. Κάποια φέρνουν “αμορτί”. Οι νεαροί πτυχιούχοι δηλαδή αφού δώσουν περισσότερες συνεντεύξεις και από τον Λοβέρδο, πιάνουν τελικά δουλειά ως πλανόδιοι πωλητές σχολικών βοηθημάτων ή προϊστάμενοι σε φαστ φουντ και... βλέπουμε.
Όσο «ταΐζεις» μία μικρή αναποδιά όμως, γίνεται μία μεγαλύτερη αναποδιά (Νόμος του Μέρφυ). Αφού, λοιπόν, τα ρημάδια δε θα φτάνουν, για νοίκι, κοινόχρηστα, τσιγάρα θα συνεχίσουν να ζουν μέχρι τα σαράντα με τους γονείς τους, κάνοντας τον δείκτη υπογεννητικότητας της χώρας μας έναν από τους χαμηλότερους στην Ευρωζώνη. Μετά τα σαράντα, το λέει και η επιστήμη, τη σύλληψη αναλαμβάνει κυρίως η εξωσωματική γονιμοποίηση και η Παναγιά της Τήνου.
Η τύχη είναι τυφλή και το ίδιο στα τυφλά επιλέγουν τη σχολή που θα φοιτήσουν οι τελειόφοιτοι μαθητές. Το ποσοστό εισακτέων που κατά την δεκαετία του ‘90 κυμαίνονταν στο 35%, έχει εκτιναχθεί στο 72%. Δηλαδή από μία τάξη, οι 7 στους 10 μπαίνουν στο πανεπιστήμιο και μάλιστα οι περισσότεροι κατορθώνουν ν’ αποφοιτήσουν κιόλας, από την σχολή στην οποία έχουν εισαχθεί.
Αφού λοιπόν οι εισακτέοι έχουν σκοτώσει την λερναία Ύδρα που λέγεται «επιτέλους, πήρα πτυχίο!» πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στην Αρετή και στην Κακία, το δικό τους επαγγελματικό δρόμο. Οι ήδη κουρασμένοι από τις ατελείωτες ώρες μελέτης του πανεπιστημίου, θα ψάξουν δουλειά στο δημόσιο με τη συμμετοχή τους στους διάφορους διαγωνισμούς που πληρώνοντας κάθε φορά παράβολο και ρωτώντας το βουλευτή της επικράτειας τους, αν μπορεί να το “σπρώξει”. Γιατί έχουν ακούσει, ότι αν μπεις στο δημόσιο… κααάθεσαι! Ή άλλοι, οι πιο ξεκούραστοι που θα βγουν στην ελεύθερη αγορά εργασίας, θα αναρωτιούνται, αν έπρεπε να είχαν τελειώσει κι ένα ταχύρρυθμο στην ευρωγνώση, γιατί όλα τους φαίνονται “Κινέζικα”.
Ο όρος αδιόριστος Μαθηματικός από μόνος του είναι αρκούντως θλιβερός, κάτι σα να λέμε ανάπηρος πολέμου. Εμπεριέχει δηλαδή, μία μορφή αναπηρίας, είτε του συστήματος εισαγωγής στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, είτε του ίδιου του πτυχιούχου που ενώ ξέρει ότι εκεί είναι θαμμένη η νάρκη, πάει και την πατάει.