Της Μαριάννας Μπουντούρη
(Το παρόν ξεκίνησε να γράφεται λίγες ώρες πριν την περιβόητη πρώτη συνάντηση των Αγανακτισμένων Σαλονικιών Πολιτών στο Λευκό Πύργο)
Δε ξέρω τι με παρακίνησε αυτό το πρωινό της Τετάρτης, να αφήσω τις καθημερινές συνήθειες του χουζουρέματος, του αράγματος και της φραπεδολαγνείας. Ξύπνησα με ένα περίεργο και διαφορετικό αίσθημα. Ένιωθα το κρεβάτι μου να μην με βολεύει, τον ήχο της τηλεόρασης να παραφωνεί στα αυτιά μου και το ραδιόφωνο να ακούγεται σαν ένας ενοχλητικός θόρυβος. Δε ξέρω…
… ή ξέρω;
Κάτι ξεκίνησε εδώ και λίγα 24ωρα στα κατά πολλούς, αποχαυνωτικά social media. Κάτι μεγάλο, κάτι διαδικτυακό. Δέκα μέρες μετά τους Ισπανούς, λίγες μέρες μετά την υπόλοιπη Ευρώπη, οι Έλληνες δίνουν ένα βροντερό παρόν ή καλύτερα, ένα βροντερό ”attend” σε όσους και σε όσα τους κάνουν να αγανακτούν.
Δίχως χρώματα, κόμματα, ομάδες, ιδεολογίες, σημαίες, πλακάτ, πανό. Αυθόρμητα, ακριβώς όπως ταιριάζει σε ένα τέτοιο κίνημα.
Και είναι ένα κοινό ερώτημα θαρρώ, πόσους αγανακτισμένους χωράει μια πλατεία, μια χώρα, ένα ολόκληρο οικονομικό σύστημα;
Έπειτα, απορώ γιατί, τη σημερινή ημέρα, θυμήθηκα τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη:
“Τ' ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας.
Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:
Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις…”
Ναι, ίσως γιατί είχε δίκιο ο Ποιητής! Με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις. Τόσο απλά. Ούτε με ΔΝΤ, ούτε με δάνεια, ούτε με μνημόνια. Με μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι.
Η χρεοκοπία της Ελλάδας ξεκίνησε κάπου τη μεταπολεμική εποχή, όταν προσπάθησε να αποποιηθεί τον εαυτό της, όλα όσα την συνιστούσαν και θα μπορούσαν να την κάνουν αν όχι αυθύπαρκτη, τουλάχιστον όσο γίνεται αυτάρκη. Όταν προσπάθησε να περάσει σε μια βιομηχανική εποχή, δίχως να υπάρχει το κατάλληλο υπόβαθρο. Όταν καλλιεργήθηκε ένα αδηφάγο δημοσιοϋπαλληλικό κράτος. Ένα άκρατο ρουσφέτι, ένα λάδωμα στο οποίο γλιστρήσαμε όλοι. Ναι, όλοι μας! Πόσοι δεν βόλεψαν τα παιδιά τους σε κάποια τράπεζα, με «γνωστό» διευθυντή ή σε κάποια δημόσια υπηρεσία με «γνωστό» βουλευτή; Πόσοι δεν λάδωσαν για ένα δίπλωμα οδήγησης; Πόσοι δεν ζήτησαν απόδειξη από τον υδραυλικό τους ή από τον γιατρό τους, για να γλυτώσουν φπα;
Και φυσικά, ποιοι είναι αυτοί που σε κάθε εκλογές μπαίνουν στα παραβάν και ρίχνουν τη «λευκή επιταγή» στους εκάστοτε κυβερνώντες; Και ποιοι είναι αυτοί που παρόλη τη δυσαρέσκεια τους ξαναψηφίζουν;
Αχ μην κοιτάτε τριγύρω! Ας σταματήσουμε να εθελοτυφλούμε και ας πάρουμε επιτέλους τον καθρέπτη και ας κοιτάξουμε εμάς τους ίδιους, τους πιο άμεσα σε μας υπεύθυνους. Είναι μια νοοτροπία με την οποία μεγαλώσαμε και θα μεγαλώσουμε και τα παιδιά μας, αν επιτέλους δεν υπάρξει ένα μαχαίρι να κόψει αυτό το μιαρό φαύλο κύκλο.
Φίλοι μου, ακόμη και αν αυτό το κίνημα εξελιχθεί σε φιάσκο, αποτύχει και τύχει μιας ακόμη παιδαριώδους ακινησίας, που έχει μεστώσει στους –κατά τους Ισπανούς- “κοιμισμένους” Έλληνες. Ακόμη και αν αυτοί οι 20.000 και πλέον αγανακτισμένοι (μόνο στη Θεσσαλονίκη) δεν μαζευτούν. Ακόμη και αν το βράδυ επιστρέψουμε από τις πλατείες, στον αναπαυτικό καναπέ μας, πιάσουμε πάλι το τηλεκοντρόλ και συνεχίσουμε το αποχαυνωτικό ζάπινγκ… Ακόμη και τότε, πάλι κάτι μεγάλο θα έχει συντελεστεί. Τι είναι αυτό;
Μέσα στην χειρότερη οικονομική κατάσταση της νεότερης Ελλάδας, στην οποία ζούμε, αυτή η διάθεση από όλους να βάζουν τον πολιτικό λόγο στη ζωή τους, να οξύνουν την κριτική τους σκέψη και να μην τρώνε αμάσητο ότι τους προσφέρουν είναι πολύ σημαντικό. Η πολιτική συζήτηση-διάλογος στη χώρα μας είχε ξεμείνει σε κάτι περιθωριακούς καφενέδες με άτομα που έβγαζαν δεν έβγαζαν ηλικιακά τον επόμενο χρόνο. Και ίσως, για πρώτη φορά, εμείς οι νέοι, η επονομαζόμενη γενιά του φραπέ, μπορέσουμε να αποτάξουμε τη ρετσινιά του ωχαδερφισμού, του έτοιμου και του εύκολου. Ίσως μπορέσουμε να πάρουμε τα πράγματα στα χέρια μας και να φέρουμε μια ουσιαστική αλλαγή, εκ των έσω.
Τί άλλο είχε πει ο Ποιητής, συνεχίζοντας;
“Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια…
Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.
Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος».”
(Σήμερα δεν φυτεύουμε στο Farmville, δεν βλέπουμε τα μυστικά της Εδέμ, το Κισμέτ και την Πάττυ, δεν αναρτάμε σωρεία τραγουδιών στο facebook, κλείνουμε τα αποχαυνωτικα χαζοκούτια και βγαίνουμε έξω! Δεν πάμε για καφέ. Πάμε πλατεία!)