Της Ναυσικάς Γκράτσιου
Υπήρξα ένα πολύ τυχερό παιδάκι. Οι καλοί μου γονείς, εκτός από αγάπη και φιλιά, μου έδωσαν και την ποίηση. Ειδικά ο πατέρας μου, αντί για παραμύθια, προκειμένου να κοιμηθώ, μου διάβαζε ποιήματα. Κι έτσι, τα όνειρά μου είχαν όλα ρίμες! Κι ομορφιά. Και μέτρο. Και υψηλά νοήματα.
Κι επειδή τα παιδιά είναι μικρά σφουγγάρια, τα μάθαινα όλα τα ποιήματα απ’ έξω. Κι έτσι, μετά, στο σχολείο έκανα φιγούρα απαγγέλοντας κάτι απίστευτα μακρυνάρια του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη («Τ’ άλογο! T’ άλογο! Ομέρ Βρυώνη») ή του Διονυσίου Σολωμού -μέχρι και τον «Ύμνο στην Ελευθερία» ολόκληρο τον είχα μάθει! Τότε , βέβαια δεν ήξερα τί ακριβώς σημαίνει: «Δεν ειν’ εύκολες οι θύρες, ότε η χρεία τες κουρταλεί». Το'μαθα, όμως, καλά, μεγαλώνοντας.
Μαβίλης, Παλαμάς, Πολέμης, Καρυωτάκης, Ελύτης, Μυρτιώτισσα, Σεφέρης και τόσοι άλλοι, όλοι στο μυαλό μου συγκατοικούσαν αρμονικά κι από εκεί ανέσυρα ό,τι ήθελα, όποτε το χρειαζόμουν. Άλλωστε, η ποίηση, είναι από τα είδη πρώτης ανάγκης. Αλήθεια λέω...
Μετά, στα 12, μπήκε στη ζωή μου ο Κωνσταντίνος Καβάφης και καινούργιοι δρόμοι άνοιξαν μπροστά μου. Λες και έλαμψε μονομιάς όλο το φως του κόσμου και φώτισε κρυμμένα νοήματα...
Για πολλά χρόνια, όπου και να πήγαινα, είχα πάντα μαζί μου ένα βιβλίο με τα άπαντα του Καβάφη. Το κουβαλούσα στο σχολείο, στο κολυμβητήριο, αργότερα στο Πανεπιστήμιο. Ήταν κάτι σαν το προσωπικό μου κουτί πρώτων βοηθειών, μ’ έσωζε όποτε το χρειαζόμουν. Του έλεγα τον πόνο μου, τη χαρά μου, τις ανησυχίες μου, τις λαχτάρες μου κι αυτό είχε πάντα την κατάλληλη απάντηση για μένα.
Με τον καιρό, μάζεψε μέσα του μικρά κομματάκια της ζωής μου: Μία φωτογραφία, ένα εισιτήριο συναυλίας, ένα γραμματάκι, μια τουλίπα, χαρισμένη από αγαπημένο χέρι. Όλα εκεί είναι ακόμη, παρέα με τους μελετημένους χιλιάδες φορές στίχους του κυρίου Καβάφη. Που μ’ ακολουθούν παντού. Μερικές φορές τους φοβάμαι, θα ήθελα να τους νικήσω. Μάταια, βέβαια, αλλά προσπαθώ. Ας πούμε, το «Η πόλις θα σ’ ακολουθεί. Για τ’ αλλού μην ελπίζεις. Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες στην κόχη τούτη τη μικρή, σ’ όλη τη γη τη χάλασες («Πόλις»).
Αυτό δε νικιέται. Απλά το ξέρεις και το ζεις. Ούτε και το «Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμο έξω» («Τείχη»).
Ή το «Δεν θέλω να γυρίσω, να μη δω και φρίξω, τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει, τί γρήγορα, που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν» («Κεριά»)
Κι άλλα. Πάρα πολλά άλλα, που κάθε μέρα ξαναθριαμβεύουν σαν πανανθρώπινες αλήθειες που είναι. Αυτό, όμως, το ποίημα, που πιο πολύ απ’ όλα περικλείει όλες τις αρετές του κόσμου, είναι οι «Θερμοπύλες».
Και πιο πολύ ένας συγκεκριμένος στίχος: «Ποτέ απ’ το χρέος μη κινούντες».
Τί σημάδι ανεξίτηλο! Τί βαριά κληρονομιά είναι αυτός ο στίχος!
Αναρωτιέμαι καμιά φορά, και τώρα τελευταία αναρωτιέμαι ακόμη πιο συχνά, αν οι Έλληνες πολιτικοί τον γνωρίζουν αυτόν τον στίχο, και σε περίπτωση που τον γνωρίζουν, αν τους λέει τίποτε. Οτιδήποτε... Αν αισθάνονται καμιά φορά ντροπή, που τέτοιοι άντρες, σαν κι αυτούς που περιγράφονται στο ποίημα, έστω και σαν αλληγορία, υπήρξαν, προηγήθηκαν, δοξάστηκαν, ετελεύτησαν ταγμένοι εκεί και «ποτέ απ’ το χρέος μή κινούντες», κι ας ήξεραν ήδη πως «ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κι οι Μήδοι, επιτέλους, θα διαβούνε». Έτσι, τίμησαν με το πέρασμά τους τη ζωή κι ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Κι ο Καβάφης βρήκε τον πιο ακριβή και λιτό τρόπο να το περιγράψει όλο αυτό...
Το θυμήθηκα πάλι παρακολουθώντας τις προχθεσινές... πιρουέτες των πολιτικών αρχηγών, τα άρατα-κούρατα, που επιμένουν να μας αραδιάζουν. Χωρίς περίσκεψη, χωρίς σύνεση, χωρίς αιδώ. Τί καθημερινή ντροπή μας προσφέρουν... Τί προσβολή και μόνο που υπάρχουν άνθρωποι σαν κι αυτούς...
Πλάσματα απαξιωμένα, πού οπωσδήποτε, ποτέ δεν θα ενέπνεαν τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Εκτός κι αν αποφάσιζε να γράψει ένα ποίημα για καλλιεργημένες μύγες !